ιππ(ο)-

ιππ(ο)-
(ΑΜ ἱππ[ο])
α' συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β' συνθετικό αναφέρεται στον ίππο ή έχει σχέση με τον ίππο. Αξίζει να σημειωθεί ότι με ανάλογη σημασιολογική εξέλιξη το ἱππο- χρησιμοποιήθηκε στην Αρχαία Ελληνική και ως μεγεθυντικό πρόθημα (ιππόκρημνος, ιπποπάρηος, ιππότιγρις).Παραδείγματα: ιππηλασία, ιππηλάτης, ιππήλατος, ιππηλατώ, ιππίατρος, ιπποδαμαστής, ιπποδρομία, ιπποδρομικός, ιπποδρόμιο, ιππόδρομος, ιππόκαμπος, ιπποκόμος, ιππομάραθο(ν), ιππομαχία, ιπποπόταμος, ιπποτροφείο, ιπποτροφία, ιπποτροφικός, ιπποτρόφος, ίππουρις, ιπποφάγος
αρχ.
ιππαγρέται, ίππαγρος, ιππαιχμία, ίππαιχμος, ιππακοντιστής, ιππάκοπον, ιππαναβάτης, ιππάνθρωπος, ιππάρδιον, ιππαρμοστής, ιππαρχείον, ιππάρχης, ιππαρχικός, ίππαρχος, ιππαρχώ, ιππάφεσις, ιππάφια, ιππαφίδες, ιππελάτης, ιππεραστής, ιππηγέτης, ιππηγός, ιππημολγία, ιππημολγός, ιππιλάρχης, ιππιλαρχία, ιπποβάμων, ιπποβάτης, ιπποβατώ, ιπποβοσκός, ιπποβότης, ιππόβοτος, ιπποβουκόλος, ιππόβροτος, ιππογέρανοι, ιππογνώμων, ιππόγυποι, ιππόδαμος, ιπποδάσεια, ιππόδεσμος, ιπποδέτης, ιπποδίνητος, ιπποδιώκτης, ιππόδρομος, ιπποδυτώ, ιπποθήλεια, ιπποθήλης, ιππόθοος, ιππόθορος, ιπποθόρος, ιπποθοώντειον, ιπποκαθέσια, ιπποκάμπιον, ιπποκέλευθος, ιπποκενταύρειος, ιπποκένταυρος, ιπποκενταυρότης, ιπποκλείδης, ιπποκοινάριον, ιππόκομος, ιπποκομώ, ιπποκόρυθος, ιπποκορυστής, ιπποκόσμια, ιπποκούριος, ιπποκρατία, ιπποκρατώ, Ιπποκράτωρ, ιππόκρημνος, ιπποκρήνη, ιππόκροτος, ιπποκροτούμαι, ιπποκύων, ιππολάπαθον, ιππολειχήν, ιππολέτας, ιππολεχής, ιππολοφία, ιππόλοφος, ιππόλυτος, ιππομανώ, ιππόμαυρος, ιππομαχικός, ιππομάχος, ιππόμητις, ιππονόμος, ιππονώμας, ιπποπάρηος, ιπποπείρης, ιπποπήραι, ιππόποδες, ιπποποίητος, ιπποπόλος, ιπποπρόσωπος, ιπποσείρης, ιπποσέλινον, ιπποσκελής, ιπποσκοπικός, ιπποσκόπος, ιπποσόας, ιππόστασις, ιπποτακτικά, ιππόταυρος, ιπποτέκτων, ιππότιγρις, ιπποτόκος, ιπποτοξότης, ιπποτροφώ, ιπποτυφία, ιππόφαιστον, ιππόφαος, ιππόφλομος, ιπποφοδάς, ιπποφορβεύς, ιπποφορβός, ιπποχάρμης, ιππώκης, ιππωνώ
αρχ.-μσν.
ιππαγωγός
μσν.
ιππιχνευτής, ιπποβόσιον, ιππόβρωτος, ιπποδρομώ, ιπποϊατρική, ιπποΐατρος, ιπποκέντωρ, ιπποκράτης, ιππόσταθμος, ιπποστασία, ιπποστάσιο, ιππότιλος, ιπποτοξεία ιπποφονία, ιπποφυής
νεοελλ.
ιππαρχία, ιπποδύναμη, ιπποειδής, ιπποκομία, ιπποσκευή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • νόμιος — Προσωνύμιο διαφόρων θεών στην αρχαία Ελλάδα. Ιδιαίτερα αποκαλούσαν έτσι τον Δία, τον Απόλλωνα, τον Πάνα, τον Ερμή, τον Διόνυσο και τις Νύμφες. * * * (I) νόμιος, ία, ον (Α) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους ποιμένες, ποιμενικός 2. (το αρσ.)… …   Dictionary of Greek

  • τομέας — Στη γεωμετρία και, κατ’ επέκταση, σε άλλες επιστήμες ένα μέρος μιας επιφάνειας ή συγκεκριμένου χώρου, το οποίο συνδέεται με το κέντρο και αποκτά κάποια αυτοτέλεια. Κυκλικός τ. είναι το μέρος του κύκλου που περιλαμβάνεται μεταξύ δύο ακτίνων και… …   Dictionary of Greek

  • -της — ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη πλήθους αρσενικών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία έχει προέλθει από ΙΕ κατάληξη σε t (πρβλ. αρχαίο ινδικό pariksi t, ομηρικό περι κτί ται) επεκτεταμένη με φωνήεν ᾱ / η . Η κατάληξη της χρησιμοποιήθηκε για …   Dictionary of Greek

  • Ιπποδάμας — Ἱπποδάμας, αντος, ὁ (Α) 1. γιος τού Αχελώου και τής Περιμήδης, αδελφός τού Ορέστη και πατέρας τής Ευρύτης 2. ένας από τους γιους τού Πριάμου 3. Αθηναίος στρατηγός που έπεσε μαχόμενος το 459 π.Χ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + δάμας (< δάμνημι), πρβλ …   Dictionary of Greek

  • Ιπποκράτωρ — Ἱπποκράτωρ, ορος, ὁ (Α) ο αστερισμός τού Κενταύρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + κράτωρ (< κράτος), πρβλ. κοσμο κράτωρ, τριαινο κράτωρ] …   Dictionary of Greek

  • Ιππόβινος — Ἱππόβινος, ὁ (Α) (κωμική διαστροφή τού ονόματος τού Ιππονίκου) ιππόπορνος*, πολύ ασελγής («Καλλίαν... τόν Ἱπποβίνου κύσθον λεοντῆν ναυμαχεῑν ἐνημμένον» ο Καλλίας, ο γιος τού Ιπποπόρνου, ναυμαχεί με ένα χύστρο φορώντας δέρμα λιονταριού, Αριστοφ.) …   Dictionary of Greek

  • Πολιεύς — έως και ῶς, ὁ, Α (επίκληση τού Διός και άλλων θεών) προστάτης τής πόλης, πολιούχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόλις + κατάλ. εύς (πρβλ. ιππ εύς)] …   Dictionary of Greek

  • έναιμος — η, ο(ν) (AM ἔναιμος, ον) αυτός που έχει μέσα του αίμα, ο γεμάτος αίμα («ἔναιμον καὶ πυκνὸν οἷον ἧπαρ», Ιππ.) αρχ. 1. (για τραύμα) ματωμένος, που τρέχει αίμα 2. αυτός που μοιάζει στο χρώμα με αίμα, αιματώδης 3. νέος, πρόσφατος («χλωρὰ καὶ ἔναιμα… …   Dictionary of Greek

  • ίππαγρος — ἵππαγρος, ὁ (Α) άγριος ίππος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + αγρος (< ἀγρός), πρβλ. βό αγρος, σύ αγρος. Για τη σειρά τών συνθετικών βλ. λ. ιπποπόταμος] …   Dictionary of Greek

  • ίππαιχμος — ἵππαιχμος, ον (Α) αυτός που πολεμά έφιππος («λαὸν ἵππαιχμον», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + αιχμος (< αἰχμή «μάχη»), πρβλ. αρέτ αιχμος, σύν αιχμος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”